- νομοφύλακος
- νομοφύλαξguardian of the lawsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομοφυλακία — νομοφυλακία, ἡ (Α) [νομοφύλαξ] 1. η διαφύλαξη τών νόμων 2. το αξίωμα τού νομοφύλακος («νομοφυλακία, παιδονομία, γυμνασιαρχία», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ИОАНН VIII КСИФИЛИН — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Ξιφιλῖνος] (ок. 1010 или 1012, Трапезунд 2.08. 1075, К поль), патриарх К польский (c 1 янв. 1064), визант. юрист, судья и номофилакс имп. школы права в К поле, автор юридических и агиографических сочинений. Принадлежал к ученому … Православная энциклопедия